- ευστολία
- εὐστολία, ἡ (Μ) [εύστολος]καλή παράταξη στόλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σωπάτρα — Αγία της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, κόρη του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μαυρίκιου (582 602). Με άδεια του πατέρα της περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα και, μαζί με τη φίλη της Ευστολία, μπήκε σε μοναστήρι του οποίου η Ευστολία έγινε ηγουμένη και … Dictionary of Greek
ЕВСТОЛИЯ И СОСИПАТРА — [Сопатра; греч. Εὐστολία κα Σωσιπάτρα (Σωπάτρα)] († 610, 625), преподобные (пам. 9 нояб.). Е. род. в Риме в семье благочестивых родителей. Рано посвятив себя монашеской жизни, переехала в К поль, где посещала св. места и обители. Слава о… … Православная энциклопедия